χρονολογώ

χρονολογώ
[хронолого] р. указывать дату, число, датировать, (ηαθ. φωνή) датироваться, относиться,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρονολογώ" в других словарях:

  • χρονολογώ — χρονολογώ, χρονολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονολογώ — Ν 1. καθορίζω την χρονολογία ενός γεγονότος, προσδιορίζω χρονικά 2. σημειώνω την ημερομηνία γεγονότος 3. αναγράφω σε έγγραφο το έτος και την ημερομηνία σύνταξής του 4. μέσ. χρονολογούμαι αρχίζω να υπάρχω από ορισμένη χρονική στιγμή ή τοποθετούμαι …   Dictionary of Greek

  • χρονολογώ — χρονολόγησα, χρονολογήθηκα, χρονολογημένος 1. ορίζω τη χρονολογία ενός γεγονότος ή εγγράφου. 2. το μέσο, χρονολογούμαι σημαίνει καθορίζομαι χρονολογικά, υπάρχω από ορισμένη εποχή, αρχίζω να αριθμούμαι από ορισμένη εποχή: Αυτό χρονολογείται από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονολόγηση — η, Ν 1. η ενέργεια τού χρονολογώ, καθορισμός χρονολογίας, η τοποθέτηση τών γεγονότων στον χρόνο 2. (σχετικά με έγγραφο) αναγραφή χρονολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αχρονολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογία 2. αυτός που δεν μπορεί να χρονολογηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χρονολογώ ( έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

  • προχρονολογώ — έω, Ν σημειώνω σε έγγραφο χρονολογία προγενέστερη τής πραγματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρονολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • υστεροχρονολογώ — Ν αποδίδω σε έγγραφο, γεγονός ή ιστορικό μνημείο χρονολογία μεταγενέστερη τής πραγματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + χρονολογώ] …   Dictionary of Greek

  • χρονολογικός — ή, ό, Ν [χρονολογώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονολογία («χρονολογική σειρά»). επίρρ... χρονολογικώς και χρονολογικά Ν από χρονολογική άποψη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»